Τα ιστορικά ίχνη της αστρολογίας εντοπίζονται στην αρχαία Βαβυλωνία και αρχικά ήταν ενιαία με την αστρονομία. Για να μπορούν οι Βαβυλώνιοι αστρολόγοι να εξασκήσουν την τέχνη τους, κατασκευάστηκαν χάρτες και πίνακες, που έδειχναν την ανατολή και τη δύση των αστέρων. Βασισμένοι στις παρατηρήσεις τους, αντιλήφθηκαν ότι κάποιοι αστέρες δεν κινούνταν με τον ίδιο τρόπο όπως οι άλλοι. Αργότερα, οι αρχαίοι Έλληνες θα μας έδιναν τη λέξη, την οποία χρησιμοποιούμε για αυτά τα αντικείμενα σήμερα, «πλανήτες» που σημαίνει περιπλανώμενα αστέρια.
Η αστρολογία στηριζόταν στη λήψη προσεκτικών μετρήσεων των θέσεων των αστέρων και των πλανητών και στην προσπάθεια να συνδυαστούν οι θέσεις τους με μεγάλης κλίμακας συμβάντα στη γη, όπως θρησκευτικά κινήματα, πόλεμοι και σεισμοί. Η πρόγνωση του μέλλοντος ενός ατόμου ήταν άγνωστη, εκτός αν αυτό το άτομο ήταν τόσο ισχυρό, ώστε η παρουσία του να έχει τεράστια επίδραση στον κόσμο γύρω του. Πλούσια άτομα παρείχαν μεγάλα ποσά χρημάτων στην αστρολογία, βοηθώντας να κατασκευαστούν μεγαλύτερα τηλεσκόπια για την παρατήρηση των άστρων, ελπίζοντας έτσι να αποκτήσουν μια πιο ξεκάθαρη πρόβλεψη για το μέλλον τους. Έτσι αρχικά η αστρολογία επιδότησε την αστρονομία και αποτέλεσε μια χρήσιμη πηγή εργασίας για πολλούς από τους μεγάλους αστρονόμους, όπως ο Κέπλερ και ο Γαλιλαίος.
Οι δύο τύποι της αστρολογίας
Υπάρχουν δύο μεγάλες κατευθύνσεις αστρολογίας, όπως την γνωρίζουμε Δυτική και Ινδική. Και οι δύο τύποι διαιρούν το ελλειπτικό επίπεδο, (την πορεία, που ο ήλιος, η σελήνη και οι πλανήτες περίπου ακολουθούν δια μέσου του ουρανού) σε δώδεκα τμήματα, κάθε ένα από τα οποία αντιστοιχεί στον αστερισμό που φαινόταν στο νυχτερινό ουρανό, όταν ο ζωδιακός χωρίστηκε αρχικά. Η αστρολογία επικεντρώνεται γύρω από τις θέσεις του ήλιου, της σελήνης και των πλανητών στο ζωδιακό, για ένα συγκεκριμένο γεγονός, θεωρώντας ότι η θέση κάθε πλανήτη επηρεάζει τη ζωή μας στη γη. Ένα κοινό χαρακτηριστικό και στους δύο τύπους αστρολογίας είναι η σημαντικότητα του ζωδίου που ανατέλλει εξαιτίας της περιστροφής της γης στον ανατολικό ορίζοντα, τη στιγμή της γέννησης του ατόμου. Η μεγάλη διαφορά μεταξύ των δύο τύπων είναι ότι η Ινδική αστρολογία χρησιμοποιεί αστρικό ζωδιακό, ο οποίος αντιστοιχεί στους όποιους αστερισμούς βρίσκονται στον ουρανό, ενώ η Δυτική αστρολογία χρησιμοποιεί τον τροπικό ζωδιακό, ο οποίος βασίζεται σε ημερομηνίες, και κατέληξε προοδευτικά σε 12 ζωδιακούς μήνες που αντιστοιχούν σε ισάριθμους αστερισμούς και που συγχρονίζονται με την απειροελάχιστη μεταβολή των ισημεριών, καθώς η γη ταλαντεύεται στον άξονά της όπως ένα περιστρεφόμενο γυροσκόπιο. Αν και η κίνηση αυτή είναι πολύ αργή με ρυθμό μιας μοίρας κάθε 70 χρόνια, αυτή η μεταβολή σημαίνει ότι ο αστερισμός των Ιχθύων σήμερα λάμπει στον ουρανό κατά τη διάρκεια του δυτικού ζωδίου του Κριού.
Οι αστερισμοί
Αν και με γυμνό μάτι κάθε σημείο φωτός μοιάζει περίπου όμοιο με το διπλανό του, μπορούμε σήμερα να δούμε βαθύτερα στο διάστημα και να ανακαλύψουμε ότι κάποια από αυτά τα σημεία φωτός δεν είναι καθόλου αστέρες, αλλά ολόκληροι γαλαξίες τόσο απομακρυσμένοι, που μοιάζουν να έχουν το ίδιο μέγεθος με τα κοσμικά ξαδέλφια τους, που όλα μαζί σχηματίζουν τους αστερισμούς τους οποίους χρησιμοποιεί σήμερα η αστρολογία. Ακόμη συνειδητοποιούμε ότι οι ίδιοι οι αστερισμοί αλλάζουν και διαστρέφονται. Τα άστρα που φάνταζαν ακίνητα στους αρχαίους αστρονόμους, γνωρίζουμε σήμερα ότι κινούνται μεταξύ τους. Αν και τα πάντα στο σύμπαν κινούνται, κάποιες φορές με τεράστιες ταχύτητες, το ίδιο το σύμπαν είναι τεράστιο και η φαινομενική κίνηση των αστέρων για την ανθρώπινη κλίμακα είναι πολύ μικρή. Για να παρατηρηθεί η κίνηση των περισσότερων αστέρων, θα έπρεπε να ληφθούν φωτογραφίες τους, που να απέχουν εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες χρόνια μεταξύ τους. Ο μοναδικός άλλος τρόπος να παρατηρηθεί η κίνηση και να αποκαλυφθεί η πραγματική τους θέση στο ανθρώπινο μάτι θα ήταν εφικτός, αν οι άνθρωποι μπορούσαν να αφήσουν τη γη και να ταξιδέψουν στο διάστημα σε μακρινούς αστέρες. Αυτοί οι διαστρικοί ταξιδιώτες θα παρατηρούσαν ότι οι αστέρες των ζωδιακών αστερισμών, οι οποίοι από τη γη μοιάζουν επίπεδοι και στερεωμένοι στον ουρανό, βρίσκονται στην πραγματικότητα σε πολλές, διαφορετικές μεταξύ τους, αποστάσεις από τη γη, κάποιες κοντινότερες και κάποιες πολύ μακρύτερες.
Οι πλανήτες
Η σύγχρονη αστρολογία εστιάζεται στα ουράνια σώματα μέσα στο ηλιακό μας σύστημα, θεωρώντας ότι κάθε πλανήτης επηρεάζει τη ζωή στη γη με διαφορετικό τρόπο. Παλαιότερα, οι αστρολόγοι ήξεραν και χρησιμοποιούσαν μόνο τους πέντε πλανήτες, οι οποίοι μπορούν να γίνουν αντιληπτοί με γυμνό μάτι: Ερμή, Αφροδίτη, Άρη, Δία και Κρόνο. Αργότερα προσέθεσαν τη Σελήνη και τον Ήλιο σε ετούτη τη λίστα των περιπλανώμενων σωμάτων. Πολύ αργότερα, μετά την εφεύρεση του τηλεσκοπίου, ανακαλύφθηκε ο Ουρανός το 1781, ο Ποσειδώνας το 1846 και ο μικρός, μακρινός Πλούτων το 1930. Ο Γαλιλαίος, στον οποίο οφείλεται η ανακάλυψη των τεσσάρων φεγγαριών του Δία και η εισαγωγή των πρώιμων μεθόδων για τα σύγχρονα επιστημονικά πειράματα, πίστευε επίσης στις αστρολογικές ιδιότητες των πλανητών.
Στο βιβλίο του Γαλιλαίου «Ο αστρικός αγγελιοφόρος», το οποίο ήταν κατά ένα μέρος υπεύθυνο για τα προβλήματά του με την Καθολική εκκλησία, ο Γαλιλαίος γράφει σχετικά με τις παραδοσιακές ποιότητες, που συνδέονται με τον πλανήτη Δία:
«Λοιπόν, ποιος δε γνωρίζει ότι η επιείκεια, η καλοσύνη της καρδιάς, η ευγένεια των τρόπων, η λαμπρότητα του βασιλικού αίματος, η μεγαλοπρέπεια στις κοινωνικές λειτουργίες, η ευρεία έκταση της επιρροής και της δύναμης πάνω σε άλλους, όλα αυτά τα οποία παγιοποίησαν τη διαμονή και θέση τους στην υψηλότητά σας ποιος, λέγω, δε γνωρίζει ότι αυτές οι ποιότητες, σύμφωνα με τη Θεία πρόνοια, από την οποία προέρχονται όλα τα καλά, πηγάζουν από τον πλέον ευγενικό αστέρα, τον Δία;»
Μπορεί να αναρωτιέται κανείς αν ο Πλούτων ακόμη υπολογίζεται ως ένας αστρολογικός «πλανήτης», τώρα που αποταξινομήθηκε ως τέτοιος από τους αστρονόμους, αλλά οι αστρολόγοι ακόμη τον χρησιμοποιούν για να κάνουν τις προβλέψεις τους. Κάποιοι αστρολόγοι περιλαμβάνουν έναν αριθμό και άλλων παγωμένων βράχων πέρα από την τροχιά του Πλούτωνα.
Πως θα μπορούσαν να μας επηρεάζουν οι πλανήτες;
Μέσα στις δεσμεύσεις της ισχύουσας επιστημονικής γνώσης μας, η επιρροή μπορεί να αναζητηθεί στις δύο θεμελιώδεις δυνάμεις, οι οποίες επιδρούν μέσω αρκετά μεγάλης απόστασης: της βαρύτητας και του ηλεκτρομαγνητισμού. Η βαρύτητα θα φαινόταν ενδεχομένως ως ένας καλός υποψήφιος, αφού εντέλει δρα μέσω άπειρης απόστασης. Ωστόσο η δράση της ελαττώνεται ταχύτατα, καθώς η απόσταση αυξάνεται από την πηγή της μάζας. Ο Ισαάκ Νεύτων περιέγραψε τη βαρύτητα το 1687 στο έργο του «Principia Mathematica», περιλαμβάνοντας τις εξισώσεις, που ελέγχουν τη συμπεριφορά της, τον «συμπαντικό τετραγωνικό νόμο». Αν και μπορεί να φαίνεται περίπλοκο σε κάποιον άπειρο στα μαθηματικά, αυτή η αρχή είναι σχετικά απλή: έστω ότι ένα αντικείμενο βρίσκεται σε τροχιά γύρω από έναν πλανήτη και επιχειρεί να απομακρυνθεί από αυτόν, όταν βρίσκεται σε διπλάσια απόσταση από τον πλανήτη, από το σημείο που ξεκίνησε, η βαρύτητα θα είναι τέσσερις φορές πιο ασθενής, αν βρίσκεται σε τριπλάσια απόσταση, η βαρύτητα θα είναι εννέα φορές ασθενέστερη και ούτω καθ’ εξής. Ως εκ τούτου προκύπτει ότι αν και κάποιοι από τους πλανήτες είναι γιγάντιοι, η απόστασή τους από τη γη καθιστά την βαρυτική τους επιρροή αμελητέα, σε σχέση με τη μικροσκοπική, αλλά γειτονική μας Σελήνη.
Ο ηλεκτρομαγνητισμός είναι η άλλη δύναμη, που μπορεί να δράσει σε μεγάλη απόσταση. Και πάλι, αυτή η δύναμη ελαττώνεται ταχύτατα με την απόσταση και εξαρτάται από το θετικό ή αρνητικό φορτίο του ίδιου του αντικειμένου. Κανένας από τους πλανήτες δε μπορεί να έχει θετικό ή αρνητικό φορτίο, λόγω του ότι σε μεγάλα αντικείμενα τα δύο μπορούν να βρεθούν μόνο μαζί, το ένα ακυρώνοντας το άλλο, ώστε να επιτευχθεί στο σύνολο η ουδετερότητα. Η οποιαδήποτε ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που θα εξέπεμπε κάποιος πλανήτης θα επισκιαζόταν από την Ηλιακή ακτινοβολία. Ο Ήλιος ακόμη θα υπερκάλυπτε κάθε αμελητέα μαγνητική επιρροή από τους λίγους πλανήτες που έχουν μαγνητικό πεδίο. Κατά κάποιον τρόπο, ο Ήλιος και η Σελήνη είναι τα μόνα ουράνια σώματα, που επηρεάζουν εμφανώς τη ζωή στη γη, για παράδειγμα, προκαλώντας καιρικά φαινόμενα και κύκλους παλίρροιας. Εκρήξεις μαγνητικής ενέργειας, που απελευθερώνεται από την κορώνα του Ήλιου σε μια ηλιακή αναλαμπή προκαλούν ακτινοβολία σε όλα τα μήκη κύματος κατά μήκος του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος. Οι ακτίνες Χ και η υπεριώδης ακτινοβολία, που εκπέμπονται από μεγάλες ηλιακές φωτοβολίδες μπορούν να διαλύσουν τις επικοινωνίες εδώ στη γη, επηρεάζοντάς μας άμεσα.
Αν και έχουμε πλουτίσει πολύ τις γνώσεις μας σχετικά με τη γη, το ηλιακό σύστημα και το σύμπαν, υπάρχουν ακόμα πράγματα που δεν έχουμε ερευνήσει και δεν έχουμε καταφέρει να πάρουμε τα μυστικά τους. Ο ηλεκτρομαγνητισμός αποτελεί ένα πεδίο γεμάτο αναπάντητα ερωτήματα, το ίδιο και η βαρύτητα, ενώ σε μικροσκοπικό επίπεδο φαίνεται πως όλα λειτουργούν εντελώς διαφορετικά από ότι μπορούν να δουν τα μάτια μας και να χωρέσει η αντίληψή μας. Βρίσκεται σε κάποιο από αυτά τα ερευνητικά πεδία η λύση του αινίγματος για την αστρολογία; Μπορούμε με τις υπάρχουσες γνώσεις μας να δεχτούμε την ισχύ της αστρολογίας ή να την απορρίψουμε εντελώς; Ακόμα κι αν δεν έχουμε βρει απαντήσεις για τον τρόπο που λειτουργεί, δεν μπορούμε απλά να την παραμερίσουμε. Άλλωστε, αποτελεί μία αρχαία επιστήμη, μία κληρονομιά της ανθρωπότητας που παραπέμπει σε μία εντελώς διαφορετική αντίληψη του σύμπαντος, από αυτή που σήμερα έχουμε συνηθίσει.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
buydomains.com
ΠΗΓΗ: nea-acropoli-athens.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου