13 Ιουλίου 1762.
Αφήνει την τελευταία του πνοή ο Άγγλος αστρονόμος Τζέιμς Μπράντλυ.
Αφήνει την τελευταία του πνοή ο Άγγλος αστρονόμος Τζέιμς Μπράντλυ (James Bradley, 1693 – 1762) που, το 1728, ανακάλυψε την αποπλάνηση του φωτός των άστρων, η οποία οφείλεται στην ετήσια κίνηση της Γης.
Ήταν μια πρώτη ένδειξη ότι η Γη κινείται.
Ο θείος του, αιδεσιμότατος Τζέιμ Πάουντ (James Pound), ικανός ερασιτέχνης αστρονόμος, τον σύστησε στον περίφημο αστρονόμο Χάλλεϋ.
Η επιστημονική του ευστροφία ενεργοποιήθηκε σημαντικά από την εκλογή του, το 1718, ως μέλους της Βασιλικής Εταιρείας, μετά από πρόταση του Χάλεϋ.
Το 1721, έγινε καθηγητής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και το 1725, χρησιμοποιώντας το σπίτι του σαν αστεροσκοπείο, προσπάθησε να επαναλάβει τις μετρήσεις του Χουκ με τη βοήθεια ενός τηλεσκοπίου, το οποίο, όπως υποστήριζε, ήταν απαλλαγμένο από το σφάλμα λόγω διάθλασης του φωτός.
Παρόλο που απέτυχε στις προσπάθειές του, εξαιτίας της μεγάλης απόστασης του αστέρα αυτού από τη Γη, ο Μπράντλυ πραγματοποίησε τη μία από τις δύο μεγάλες ανακαλύψεις του: Διαπίστωσε ότι ο αστέρας γ – Δράκοντος μετακινούνταν προς τα νότια με την εκπληκτική γωνιακή ταχύτητα του 1΄΄ ανά τρεις ημέρες, αφού ούτε η κατεύθυνση της κίνησης ούτε η υπερβολικά μεγάλη ταχύτητα της μετατόπισης μπορούσε να αποδοθεί στην παράλλαξη.
Φημολογείται ότι ο Μπράντλυ συνέλαβε την εξήγηση του φαινομένου καθώς διέπλεε με ένα πλοιάριο τον Τάμεση: Παρατήρησε, τότε, ότι ο ανεμοδείκτης στον ιστό άλλαζε θέση κατά τη διάρκεια της ανομοιόμορφης κίνησης του σκάφους, ακόμη και όταν ο άνεμος δεν άλλαζε διεύθυνση.
Οδηγήθηκε έτσι στο συμπέρασμα ότι η φαινόμενη μετακίνηση των αστέρων οφείλεται στην εκτροπή του φωτός, η οποία είναι συνέπεια της πεπερασμένης ταχύτητάς τους και της πρόσθιας κίνησης της Γης, σε σχέση με την πορεία του. Το 1722, χρησιμοποίησε τηλεσκόπιο εστιακής απόστασης 65 μ. για να μετρήσει τη διάμετρο της Αφροδίτης.
Το 1728, με βάση την ποσοτική περιγραφή της εκτροπής, ο Μπράντλυ υπολόγισε την ταχύτητα του φωτός σε 295.000 χλμ/δ, παρέχοντας έτσι μια απόδειξη και της θεωρίας του Κοπέρνικου.
Οι παρατηρήσεις, εξάλλου, των αστέρων, κατά την περίοδο 1727 – 1732, τον οδήγησαν στην ανακάλυψη του φαινομένου, που έγινε γνωστό ως «ετήσια μεταβολή της απόκλισης ορισμένων απλανών αστέρων» και είναι δυνατό να ερμηνευθεί με βάση τη θεωρία της αποπλάνησης.
Οδηγήθηκε έτσι στο συμπέρασμα ότι το φαινόμενο αυτό είναι αποτέλεσμα της κλόνισης του άξονα της Γης, λόγω της αλλαγής στη διεύθυνση της βαρυτικής έλξης της Σελήνης.
Δεν ανακοίνωσε, ωστόσο, αυτή την ανακάλυψη, παρά μόνο, όταν επιβεβαίωσε, μετά από μια πλήρη σειρά παρατηρήσεων της περιφοράς της Σελήνης.
Για το επίτευγμά του αυτό η Βασιλική Εταιρεία του Λονδίνου του απένειμε, το 1748, το μετάλλιο Κόπλυ (Copley).
Ο Μπράντλυ διαδέχτηκε το Χάλλεϋ στη διεύθυνση του Αστεροσκοπείου του Γκρήνουιτς, το οποίο επί των ημερών του απέκτησε νέου τύπου όργανα για ακριβέστερες παρατηρήσεις και μετρήσεις.
Τα πολυάριθμα στοιχεία που συγκέντρωσε, ανέλυσε και ταξινόμησε μετά το θάνατό του ο Γερμανός αστρονόμος Μπέσελ επειδή τα βρήκε άκρως ενδιαφέροντα.
Ο James Bradley εργαζόταν ως βασιλικός αστρονόμος, διάδοχος του Edmund Haley.
Μεταξύ 1725 και 1728, ανακάλυψε την αποπλάνηση του φωτός, ενώ μελετούσε την παράλλαξη των αστέρων.
Σε μια εποχή, που η ταχύτητα του φωτός ήταν γενικά άγνωστη ή είχαν γίνει μόνο προσεγγιστικές εκτιμήσεις από τον Ρέμερ (Römer), ο Bradley υπολόγισε την τιμή της ως πολλαπλάσιο της ταχύτητας της Γης.
Το 1729, βρήκε ότι το φως ταξιδεύει με ταχύτητα 10,2 φορές την μέση ταχύτητα της Γης.
Η σύγχρονη τιμή είναι 10,07.
ΠΗΓΗ: astronomos.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου